μύττακες: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myttakes | |Transliteration C=myttakes | ||
|Beta Code=mu/ttakes | |Beta Code=mu/ttakes | ||
|Definition=<b class="b3">μύκαι, | |Definition=<b class="b3">μύκαι, Σικελοί· Ἴωνες πώγωνα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] μυττάλυτα· [[μεγάλα]] (-λου cod.), Id. μυττάξασα· [[στενάξασα]], Id. μυττηκάζειν· [[στένειν]], Id. μύττηξ, a bird, Id. μυττιλανός· [[ἀπόπληκτος]], Id. μυττίς, ἡ, [[the ink of the cuttle-fish]], Id.; cf. [[μύτις]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύττακες''': «μυκαί. Σικελοί· Ἴωνες (Λάκωνες Schmidt)· πώγωνα» Ἡσύχ. | |lstext='''μύττακες''': «μυκαί. Σικελοί· Ἴωνες (Λάκωνες Schmidt)· πώγωνα» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μύττακες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μύκαι, Σικελοί<br />Ἴωνες πώγωνα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με [[μύσταξ]], -<i>ακος</i> «[[μουστάκι]]». Ο τ. <i>Ἴωνες</i>, στο [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> έχει διορθωθεί σε <i>Λάκωνες</i> ή σε <i>Κρῆτες</i>, στις περιοχές τών οποίων παρατηρείται η [[εξέλιξη]] του -<i>στ</i>- σε -<i>ττ</i>-]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
μύκαι, Σικελοί· Ἴωνες πώγωνα, Hsch. μυττάλυτα· μεγάλα (-λου cod.), Id. μυττάξασα· στενάξασα, Id. μυττηκάζειν· στένειν, Id. μύττηξ, a bird, Id. μυττιλανός· ἀπόπληκτος, Id. μυττίς, ἡ, the ink of the cuttle-fish, Id.; cf. μύτις.
Greek (Liddell-Scott)
μύττακες: «μυκαί. Σικελοί· Ἴωνες (Λάκωνες Schmidt)· πώγωνα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μύττακες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μύκαι, Σικελοί
Ἴωνες πώγωνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μύσταξ, -ακος «μουστάκι». Ο τ. Ἴωνες, στο ερμήνευμα του Ησύχ. έχει διορθωθεί σε Λάκωνες ή σε Κρῆτες, στις περιοχές τών οποίων παρατηρείται η εξέλιξη του -στ- σε -ττ-].