μελαναίων: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melanaion | |Transliteration C=melanaion | ||
|Beta Code=melanai/wn | |Beta Code=melanai/wn | ||
|Definition=( | |Definition=([[μελανεών]] Bgk.), ωνος, ὁ, [[the part of a ship covered with pitch]], Ar.''Fr.'' 817. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελαναίων''': (Bgk. μελανεών), ὁ, τὸ [[μέρος]] τοῦ πλοίου τὸ κεκαλυμμένον διὰ πίσσης, Ἀριστοφ. παρ’ Ἡσυχ. | |lstext='''μελαναίων''': (Bgk. μελανεών), ὁ, τὸ [[μέρος]] τοῦ πλοίου τὸ κεκαλυμμένον διὰ πίσσης, Ἀριστοφ. παρ’ Ἡσυχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελαναίων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />το [[μέρος]] του πλοίου που [[είναι]] αλειμμένο με [[πίσσα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
(μελανεών Bgk.), ωνος, ὁ, the part of a ship covered with pitch, Ar.Fr. 817.
Greek (Liddell-Scott)
μελαναίων: (Bgk. μελανεών), ὁ, τὸ μέρος τοῦ πλοίου τὸ κεκαλυμμένον διὰ πίσσης, Ἀριστοφ. παρ’ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
μελαναίων, -ωνος, ὁ (Α)
το μέρος του πλοίου που είναι αλειμμένο με πίσσα.