σκιάθηρον: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_1) |
(37) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκιάθηρον''': (ἐξυπακ. [[ὄργανον]]), τό, = [[σκιαθήρας]], Διογ. Λ. 2. 1· ― [[ὡσαύτως]] σκιόθηρον, Πλουτ. Μάρκελλ. 19, Διογ. Λ. 2. 1· σκιόθηρος, ὁ, Σχόλ. εἰς Πτολ.· καὶ ὡς ἐπίθετ., σκ. [[ὄργανον]] Πτολ. ― Ὑποκορ. σκιοθήριον, τό, Σχόλ. εἰς Λουκ. | |lstext='''σκιάθηρον''': (ἐξυπακ. [[ὄργανον]]), τό, = [[σκιαθήρας]], Διογ. Λ. 2. 1· ― [[ὡσαύτως]] σκιόθηρον, Πλουτ. Μάρκελλ. 19, Διογ. Λ. 2. 1· σκιόθηρος, ὁ, Σχόλ. εἰς Πτολ.· καὶ ὡς ἐπίθετ., σκ. [[ὄργανον]] Πτολ. ― Ὑποκορ. σκιοθήριον, τό, Σχόλ. εἰς Λουκ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκιόθηρον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:29, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 897] τό, auch σκιάθηρον ὄργανον, = σκιαθήρας; auch σκιόθηρον geschrieben, wie Plut. Marcell. 19; D. L. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σκιάθηρον: (ἐξυπακ. ὄργανον), τό, = σκιαθήρας, Διογ. Λ. 2. 1· ― ὡσαύτως σκιόθηρον, Πλουτ. Μάρκελλ. 19, Διογ. Λ. 2. 1· σκιόθηρος, ὁ, Σχόλ. εἰς Πτολ.· καὶ ὡς ἐπίθετ., σκ. ὄργανον Πτολ. ― Ὑποκορ. σκιοθήριον, τό, Σχόλ. εἰς Λουκ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σκιόθηρον.