θησαυρομανία: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6_9) |
(17) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θησαυρομᾰνία''': ἡ, [[μανιώδης]] ἐπιθυμία πλούτου, Ἐκκλ. | |lstext='''θησαυρομᾰνία''': ἡ, [[μανιώδης]] ἐπιθυμία πλούτου, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θησαυρομανία]], ἡ (Α)<br />[[μανιώδης]] [[επιθυμία]] για [[θησαύριση]] για πλούτο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:18, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1211] ἡ, rasende Sucht nach Schätzen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θησαυρομᾰνία: ἡ, μανιώδης ἐπιθυμία πλούτου, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
θησαυρομανία, ἡ (Α)
μανιώδης επιθυμία για θησαύριση για πλούτο.