Ὀλυμπίασι: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(6_7)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Olympiasi
|Transliteration B=Olympiasi
|Transliteration C=Olympiasi
|Transliteration C=Olympiasi
|Beta Code=*)olumpi/asi
|Beta Code=*)olumpi/asi
|Definition=Adv., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[Ὀλυμπία]], [[]] : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of <b class="b3">Ὀλυμπιάς</b>.</span>
|Definition=Adv., v. [[Ὀλυμπία]], ἡ : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of [[Ὀλυμπιάς]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à Olympie <i>sans mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[Ὀλυμπία]], -σι.
}}
{{elru
|elrutext='''Ὀλυμπίᾱσι:''' (ν) adv. В Олимпии Thuc., Plat., Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ὀλυμπίᾱσι''': Ἐπίρρ., ἴδε [[Ὀλυμπία]], ἡ· ἀλλὰ Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. τοῦ [[Ὀλυμπιάς]].
|lstext='''Ὀλυμπίᾱσι''': Ἐπίρρ., ἴδε [[Ὀλυμπία]], ἡ· ἀλλὰ Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. τοῦ [[Ὀλυμπιάς]].
}}
{{grml
|mltxt=ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α)<br /><b>επίρ.</b> στην [[Ολυμπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τοπική [[πτώση]] του [[Ὀλυμπία]] με σημ. τοπικού επιρρ. (<b>πρβλ.</b> [[θύρασι]], [[Μουνυχίασι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ὀλυμπίᾱσι:''' επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> στην [[Ολυμπία]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρβλ. θύρᾱσι, [[αλλά]], <b>II.Ὀλυμπιάσι</b> <i>[ᾰ]</i>, δοτ. πληθ. του [[Ὀλυμπιάς]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=at [[Olympia]], Ar., etc.; cf. θύρᾱσι.
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλυμπίᾱσι Medium diacritics: Ὀλυμπίασι Low diacritics: Ολυμπίασι Capitals: ΟΛΥΜΠΙΑΣΙ
Transliteration A: Olympíasi Transliteration B: Olympiasi Transliteration C: Olympiasi Beta Code: *)olumpi/asi

English (LSJ)

Adv., v. Ὀλυμπία, ἡ : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of Ὀλυμπιάς.

French (Bailly abrégé)

adv.
à Olympie sans mouv.
Étymologie: Ὀλυμπία, -σι.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπίᾱσι: (ν) adv. В Олимпии Thuc., Plat., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπίᾱσι: Ἐπίρρ., ἴδε Ὀλυμπία, ἡ· ἀλλὰ Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. τοῦ Ὀλυμπιάς.

Greek Monolingual

ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α)
επίρ. στην Ολυμπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)].

Greek Monotonic

Ὀλυμπίᾱσι: επίρρ.:
I. στην Ολυμπία, σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρβλ. θύρᾱσι, αλλά, II.Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. του Ὀλυμπιάς.

Middle Liddell

at Olympia, Ar., etc.; cf. θύρᾱσι.