μετασυγκριτικός: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(6_10) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μετασυγκριτικός | |||
|Medium diacritics=μετασυγκριτικός | |||
|Low diacritics=μετασυγκριτικός | |||
|Capitals=ΜΕΤΑΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ | |||
|Transliteration A=metasynkritikós | |||
|Transliteration B=metasynkritikos | |||
|Transliteration C=metasynkritikos | |||
|Beta Code=metasugkritiko/s | |||
|Definition=[[suitable to produce alteration of the condition of the pores]], [[metasyncritic]]; v. [[μετασυγκρίνω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετασυγκρῐτικός''': -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, [[διαφορητικός]], [[δύναμις]] Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ. | |lstext='''μετασυγκρῐτικός''': -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, [[διαφορητικός]], [[δύναμις]] Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετασυγκριτικός]], -ή, -όν (Α) [[μετασυγκρίνω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μετασύγκριση]] ή αυτός που προκαλεί [[μετασύγκριση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μετασυγκριτικῶς</i> (Α)<br />με [[μετασύγκριση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:25, 24 September 2024
English (LSJ)
suitable to produce alteration of the condition of the pores, metasyncritic; v. μετασυγκρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
μετασυγκρῐτικός: -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, διαφορητικός, δύναμις Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.
Greek Monolingual
μετασυγκριτικός, -ή, -όν (Α) μετασυγκρίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετασύγκριση ή αυτός που προκαλεί μετασύγκριση.
επίρρ...
μετασυγκριτικῶς (Α)
με μετασύγκριση.