ἰσχνοκαλαμώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ischnokalamodis
|Transliteration C=ischnokalamodis
|Beta Code=i)sxnokalamw/dhs
|Beta Code=i)sxnokalamw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with slender reed</b>, <span class="bibl">Eust.1165.12</span>.</span>
|Definition=ἰσχνοκαλαμῶδες, [[with slender reed]], Eust.1165.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχνοκᾰλᾰμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, [[ἤγουν]] ἰσχνοκαλαμώδη».
|lstext='''ἰσχνοκᾰλᾰμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, [[ἤγουν]] ἰσχνοκαλαμώδη».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχνοκαλαμώδης]], -ες (Α)<br />(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνοκᾰλᾰμώδης Medium diacritics: ἰσχνοκαλαμώδης Low diacritics: ισχνοκαλαμώδης Capitals: ΙΣΧΝΟΚΑΛΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: ischnokalamṓdēs Transliteration B: ischnokalamōdēs Transliteration C: ischnokalamodis Beta Code: i)sxnokalamw/dhs

English (LSJ)

ἰσχνοκαλαμῶδες, with slender reed, Eust.1165.12.

German (Pape)

[Seite 1272] ες, mit seinem, spitzem Rohr, Schol. Il. 18, 576.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοκᾰλᾰμώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, ἤγουν ἰσχνοκαλαμώδη».

Greek Monolingual

ἰσχνοκαλαμώδης, -ες (Α)
(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες.