κραιπνοβάτις: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_12)
 
m (pape replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραιπνοβάτις''': -ιδος, ἡ, ἡ [[ταχέως]] πορευομένη, Θ. Προδρ. Ἐπ. σ. 53.
|lstext='''κραιπνοβάτις''': -ιδος, ἡ, ἡ [[ταχέως]] πορευομένη, Θ. Προδρ. Ἐπ. σ. 53.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραιπνοβάτις]], ἡ (Μ)<br />αυτή που πορεύεται [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραιπνός]] «[[ταχύς]], [[ορμητικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i>, θηλ. του -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[επιβάτις]], [[παραβάτις]]].
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ἡ, <i>[[schnell]] [[einherschreitend]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 17:09, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ταχέως πορευομένη, Θ. Προδρ. Ἐπ. σ. 53.

Greek Monolingual

κραιπνοβάτις, ἡ (Μ)
αυτή που πορεύεται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -βάτις, θηλ. του -βάτης (< βαίνω), πρβλ. επιβάτις, παραβάτις].

German (Pape)

ιδος, ἡ, schnell einherschreitend, Sp.