κραιπνοβάτις
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
κραιπνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ταχέως πορευομένη, Θ. Προδρ. Ἐπ. σ. 53.
Greek Monolingual
κραιπνοβάτις, ἡ (Μ)
αυτή που πορεύεται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -βάτις, θηλ. του -βάτης (< βαίνω), πρβλ. επιβάτις, παραβάτις].
German (Pape)
ιδος, ἡ, schnell einherschreitend, Sp.