χηρικός: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chirikos
|Transliteration C=chirikos
|Beta Code=xhriko/s
|Beta Code=xhriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a widow</b>, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>13.591</span>.</span>
|Definition=χηρική, χηρικόν, of or for a [[widow]], Tz.''H.''13.591.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χηρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χήραν, ὁ χηρικὸς οὐκ ἔχει γὰρ διάρρηξιν ὑμένος Τζέτζ. Ἱστ. 13, 591, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Θεόδρ. Πρόδρ. εἰς Ἀνδρόνικ. Κομν. στ. 119.
|lstext='''χηρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χήραν, ὁ χηρικὸς οὐκ ἔχει γὰρ διάρρηξιν ὑμένος Τζέτζ. Ἱστ. 13, 591, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Θεόδρ. Πρόδρ. εἰς Ἀνδρόνικ. Κομν. στ. 119.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[χήρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χήρο ή στην [[χήρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[χηρικόν]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χηρικῶς</i> Μ<br />από [[άποψη]] ή [[κατά]] τον τρόπο χηρείας.
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηρικός Medium diacritics: χηρικός Low diacritics: χηρικός Capitals: ΧΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: chērikós Transliteration B: chērikos Transliteration C: chirikos Beta Code: xhriko/s

English (LSJ)

χηρική, χηρικόν, of or for a widow, Tz.H.13.591.

Greek (Liddell-Scott)

χηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χήραν, ὁ χηρικὸς οὐκ ἔχει γὰρ διάρρηξιν ὑμένος Τζέτζ. Ἱστ. 13, 591, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Θεόδρ. Πρόδρ. εἰς Ἀνδρόνικ. Κομν. στ. 119.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ χήρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χήρο ή στην χήρα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βλ. χηρικόν.
επίρρ...
χηρικῶς Μ
από άποψη ή κατά τον τρόπο χηρείας.