ἐναντιολογικός: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enantiologikos
|Transliteration C=enantiologikos
|Beta Code=e)nantiologiko/s
|Beta Code=e)nantiologiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">given to contradicting</b>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Anim.Pass.</span>1.3</span>.</span>
|Definition=ἐναντιολογική, ἐναντιολογικόν, [[given to contradicting]], Gal.''Anim.Pass.''1.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναντιολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀντιλέγων, ὁ ἀγαπῶν ν᾿ ἀντιλέγῃ, Γαλην. 353. 27.
|lstext='''ἐναντιολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀντιλέγων, ὁ ἀγαπῶν ν᾿ ἀντιλέγῃ, Γαλην. 353. 27.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐναντιολογικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εναντιολογία]], [[αντιρρητικός]], [[αντιλογικός]], [[αντιφατικός]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐολογικός Medium diacritics: ἐναντιολογικός Low diacritics: εναντιολογικός Capitals: ΕΝΑΝΤΙΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: enantiologikós Transliteration B: enantiologikos Transliteration C: enantiologikos Beta Code: e)nantiologiko/s

English (LSJ)

ἐναντιολογική, ἐναντιολογικόν, given to contradicting, Gal.Anim.Pass.1.3.

German (Pape)

[Seite 827] ή, όν, widersprechend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀντιλέγων, ὁ ἀγαπῶν ν᾿ ἀντιλέγῃ, Γαλην. 353. 27.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐναντιολογικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εναντιολογία, αντιρρητικός, αντιλογικός, αντιφατικός.