λυκοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(6_19)
 
m (pape replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λύκους, Γλωσσ.
|lstext='''λῠκοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λύκους, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυκοθήρας]] και [[λυκόθηρ]], -ηρος, ὁ (Α)<br />αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), [[πρβλ]]. [[λογοθήρας]], [[χρυσοθήρας]]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Wolfsjäger]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λύκους, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λυκοθήρας και λυκόθηρ, -ηρος, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λογοθήρας, χρυσοθήρας].

German (Pape)

ὁ, der Wolfsjäger, Sp.