ἀσαγήνευτος: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(6_18) |
(6) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσᾰγήνευτος''': -ον, ὁ μὴ σαγηνευθείς, Κύριλλ. εἰς Ἰω. 21, σ. 1115. | |lstext='''ἀσᾰγήνευτος''': -ον, ὁ μὴ σαγηνευθείς, Κύριλλ. εἰς Ἰω. 21, σ. 1115. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[no cogido con red]] ἄγρα Nil.M.79.952D. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσαγήνευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε [[δίχτυ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασυγκίνητος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδελέαστος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:21, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 368] nicht im Netze zu fangen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσᾰγήνευτος: -ον, ὁ μὴ σαγηνευθείς, Κύριλλ. εἰς Ἰω. 21, σ. 1115.
Spanish (DGE)
-ον no cogido con red ἄγρα Nil.M.79.952D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσαγήνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε δίχτυ
νεοελλ.
1. ο ασυγκίνητος
2. ο αδελέαστος.