χήνημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chinima | |Transliteration C=chinima | ||
|Beta Code=xh/nhma | |Beta Code=xh/nhma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[wide gape]], [[mocking laugh]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also aor. χηνῆσαι· [[καταμωκήσασθαι]], from [[χηνάω]] or -έω. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χήνημα''': τό, περίπαιγμα μὲ χάσκον [[στόμα]], «[[χήνημα]]· [[καταμώκημα]]» Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ ἀόρ. «χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι» ἐκ ῥήματος χηνάω ἢ -έω πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 260. | |lstext='''χήνημα''': τό, περίπαιγμα μὲ χάσκον [[στόμα]], «[[χήνημα]]· [[καταμώκημα]]» Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ ἀόρ. «χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι» ἐκ ῥήματος χηνάω ἢ -έω πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 260. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />το να γελάει [[κανείς]] περιφρονητικά με ανοιχτό το [[στόμα]] εις [[βάρος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χην</i>- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. [[χαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[χάσκω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, wide gape, mocking laugh, Hsch.; also aor. χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι, from χηνάω or -έω.
German (Pape)
[Seite 1353] τό, das Maulaufsperren, bes. das Verlachen mit aufgesperrtem Munde, dah. Verachtung, Spott, Hesych. Vgl. χηνυστράω.
Greek (Liddell-Scott)
χήνημα: τό, περίπαιγμα μὲ χάσκον στόμα, «χήνημα· καταμώκημα» Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ ἀόρ. «χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι» ἐκ ῥήματος χηνάω ἢ -έω πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 260.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το να γελάει κανείς περιφρονητικά με ανοιχτό το στόμα εις βάρος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χην- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χαίνω + κατάλ. -ημα (βλ. και λ. χάσκω)].