ξυλοφόριος: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyloforios | |Transliteration C=ksyloforios | ||
|Beta Code=culofo/rios | |Beta Code=culofo/rios | ||
|Definition= | |Definition=ξυλοφόριον, [[belonging to a wood-offering]], <b class="b3">ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτή</b> the Jewish [[feast of Tabernacles]], J.''BJ'' 2.17.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, sc. [[ἱερά]], das Laubhüttenfest der Juden, Ios. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, ''[[sc.]]'' [[ἱερά]], das Laubhüttenfest der Juden, Ios. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠλοφόριος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. [[ἑορτή]], ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6. | |lstext='''ξῠλοφόριος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. [[ἑορτή]], ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυλοφόριος]], -ον (Α) [[ξυλοφόρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξυλοφορία]], στην [[προσφορά]] ξύλων<br /><b>2.</b> (<b>ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ξυλοφόρια</i><br />η [[εορτή]] τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, [[κατά]] την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για [[κατασκευή]] σκηνών («ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτὴ», <b>Ιώσ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ξυλοφόριον, belonging to a wood-offering, ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτή the Jewish feast of Tabernacles, J.BJ 2.17.6.
German (Pape)
[Seite 282] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, sc. ἱερά, das Laubhüttenfest der Juden, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοφόριος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. ἑορτή, ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6.
Greek Monolingual
ξυλοφόριος, -ον (Α) ξυλοφόρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλοφορία, στην προσφορά ξύλων
2. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ ξυλοφόρια
η εορτή τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, κατά την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για κατασκευή σκηνών («ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτὴ», Ιώσ.).