φρενοκηδής: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(6_7)
(45)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρενοκηδής''': -ές, ὁ λυπῶν τὰς φρένας, ὁ θλίβων τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 85.
|lstext='''φρενοκηδής''': -ές, ὁ λυπῶν τὰς φρένας, ὁ θλίβων τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 85.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λυπεί το [[πνεύμα]], την [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> ([[κῆδος]]), <b>πρβλ.</b> [[δημο]]-<i>κηδής</i>, <i>φιλο</i>-<i>κηδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1304] ές, das Herz bekümmernd, betrübend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοκηδής: -ές, ὁ λυπῶν τὰς φρένας, ὁ θλίβων τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 85.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λυπεί το πνεύμα, την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κηδής (κῆδος), πρβλ. δημο-κηδής, φιλο-κηδής].