ἰόπλοκος: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ioplokos | |Transliteration C=ioplokos | ||
|Beta Code=i)o/plokos | |Beta Code=i)o/plokos | ||
|Definition= | |Definition=ἰόπλοκον, = [[ἰοπλόκαμος]] ([[with dark locks]]), Alc. 55 ; κόρα, Νηρήϊδες, B. 8.72, 16.37 ; Μοῖσαι ''Lyr.Adesp.'' 53 ; of Apollo, ''AP'' 9.524.10. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰόπλοκος''': -ον, πεπλεγμένος δι’ ἴων, [[ἴσως]] = τῷ [[ἰοπλόκαμος]], ἰόπλοχ’ ἁγνά, μειλιχόμειδε Σαπφοῖ Ἀλκ. παρὰ Ἡφαιστίωνι σ. 80, ἔκδ. Gaisf., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, 9. 524, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, (F)ιόπλοκον εὖ εἰπεῖν Κύπριν... Βακχυλ. VIII XI. 72, ἰόπλοκοι... Νηρηΐδες XVI XVII. 38, κτλ. Ἡ [[λέξις]] αὕτη συνήθως τονίζεται ἐπὶ τῆς παραληγούσης ἰοπλόκος, οὕτω καὶ ὁ Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει: «ἰοπλόκος˙ [[ἰόπεπλος]]˙ ἀπὸ τοῦ χρώματος». | |lstext='''ἰόπλοκος''': -ον, πεπλεγμένος δι’ ἴων, [[ἴσως]] = τῷ [[ἰοπλόκαμος]], ἰόπλοχ’ ἁγνά, μειλιχόμειδε Σαπφοῖ Ἀλκ. παρὰ Ἡφαιστίωνι σ. 80, ἔκδ. Gaisf., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, 9. 524, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, (F)ιόπλοκον εὖ εἰπεῖν Κύπριν... Βακχυλ. VIII XI. 72, ἰόπλοκοι... Νηρηΐδες XVI XVII. 38, κτλ. Ἡ [[λέξις]] αὕτη συνήθως τονίζεται ἐπὶ τῆς παραληγούσης ἰοπλόκος, οὕτω καὶ ὁ Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει: «ἰοπλόκος˙ [[ἰόπεπλος]]˙ ἀπὸ τοῦ χρώματος». | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ῐόπλοκος, -ον</b> (ϝιο-) [[with]] [[violet]] [[hair]] λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν (Bergk: παῖδ' ἰοπλόκαμον codd.) (O. 6.30) φλέγεται δὲ ἰοπλόκοισι Μοίσαις (Bergk: δ' ἰοπλοκάμοισι codd.) (I. 7.23) | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰόπλοκον, = ἰοπλόκαμος (with dark locks), Alc. 55 ; κόρα, Νηρήϊδες, B. 8.72, 16.37 ; Μοῖσαι Lyr.Adesp. 53 ; of Apollo, AP 9.524.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἰόπλοκος: -ον, πεπλεγμένος δι’ ἴων, ἴσως = τῷ ἰοπλόκαμος, ἰόπλοχ’ ἁγνά, μειλιχόμειδε Σαπφοῖ Ἀλκ. παρὰ Ἡφαιστίωνι σ. 80, ἔκδ. Gaisf., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, 9. 524, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, (F)ιόπλοκον εὖ εἰπεῖν Κύπριν... Βακχυλ. VIII XI. 72, ἰόπλοκοι... Νηρηΐδες XVI XVII. 38, κτλ. Ἡ λέξις αὕτη συνήθως τονίζεται ἐπὶ τῆς παραληγούσης ἰοπλόκος, οὕτω καὶ ὁ Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει: «ἰοπλόκος˙ ἰόπεπλος˙ ἀπὸ τοῦ χρώματος».
English (Slater)
ῐόπλοκος, -ον (ϝιο-) with violet hair λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν (Bergk: παῖδ' ἰοπλόκαμον codd.) (O. 6.30) φλέγεται δὲ ἰοπλόκοισι Μοίσαις (Bergk: δ' ἰοπλοκάμοισι codd.) (I. 7.23)