προβατοχίτων: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=provatochiton | |Transliteration C=provatochiton | ||
|Beta Code=probatoxi/twn | |Beta Code=probatoxi/twn | ||
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, | |Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[with coat of sheep's skin]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[οἰοχίτων]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προβᾰτοχίτων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δορᾶς προβάτου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[οἰοχίτων]]. | |lstext='''προβᾰτοχίτων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δορᾶς προβάτου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[οἰοχίτων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που έχει χιτώνα φτειαγμένο από [[δέρμα]] προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:07, 23 March 2024
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, with coat of sheep's skin, Hsch. s.v. οἰοχίτων.
German (Pape)
[Seite 711] ωνος, bei Hesych. Erkl. von οἰοχίτων.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δορᾶς προβάτου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰοχίτων.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει χιτώνα φτειαγμένο από δέρμα προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + χιτών.