ποικιλοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
(6_18)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλοεργός''': -όν, ὁ ποικίλα ἐργαζόμενος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 293, κτλ. 2) ὁ ποικίλως εἰργασμένος, π. [[πήνη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐκφρ. 376.
|lstext='''ποικῐλοεργός''': -όν, ὁ ποικίλα ἐργαζόμενος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 293, κτλ. 2) ὁ ποικίλως εἰργασμένος, π. [[πήνη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐκφρ. 376.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς [[ἀνήρ]]... [[ἀμάρυγμα]] φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει [[έπειτα]] από μια [[σειρά]] πολλών και διαφορετικών [[εργασιών]] («ποικιλοεργὸς [[πήνη]]», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επινοεί ποικίλα τεχνάσματα, ο [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]) [[πρβλ]]. [[αγαθοεργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 650] mit bunter, mannichfaltiger Arbeit, Paul. Sil. ecphr. 376 ambo 262.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλοεργός: -όν, ὁ ποικίλα ἐργαζόμενος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 293, κτλ. 2) ὁ ποικίλως εἰργασμένος, π. πήνη, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκφρ. 376.

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς ἀνήρ... ἀμάρυγμα φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.)
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει έπειτα από μια σειρά πολλών και διαφορετικών εργασιών («ποικιλοεργὸς πήνη», Παύλ. Σιλ.)
3. μτφ. αυτός που επινοεί ποικίλα τεχνάσματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -εργός (< ἔργον) πρβλ. αγαθοεργός].