μιξόχροος: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
(6_17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιξόχροος''': -ον, ὁ ἔχων μικτὸν [[χρῶμα]], Ἰω. Γαζ.
|lstext='''μιξόχροος''': -ον, ὁ ἔχων μικτὸν [[χρῶμα]], Ἰω. Γαζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μιξόχροος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει μικτό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i>)].[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>muon</i>, συντετμ. τ. του <i>mu</i>-<i>meson</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μιξόχροος: -ον, ὁ ἔχων μικτὸν χρῶμα, Ἰω. Γαζ.

Greek Monolingual

μιξόχροος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μικτό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + -χροος (< χρώς, χρωτός)].[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. muon, συντετμ. τ. του mu-meson].