νεκυοπομπός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nekyopompos
|Transliteration C=nekyopompos
|Beta Code=nekuopompo/s
|Beta Code=nekuopompo/s
|Definition=(sc. <b class="b3">λίμνη</b>), ἡ, name of a mythical lake, Sch.Od.<span class="bibl">p.5</span> Buttm. (cf. Jo. Malal.<span class="bibl">p.121</span>).
|Definition=(''[[sc.]]'' [[λίμνη]]), ἡ, name of a mythical lake, Sch.Od.p.5 Buttm. (cf. Jo. Malal.p.121).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκυοπομπός''': [[νεκροπομπός]], ὁ πέμπων τοὺς νεκρούς, Ἰω. Μαλαλ. σ. 121, 8, κλ.
|lstext='''νεκυοπομπός''': [[νεκροπομπός]], ὁ πέμπων τοὺς νεκρούς, Ἰω. Μαλαλ. σ. 121, 8, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκυοπομπός]], -όν (Μ)<br />[[νεκροπομπός]], αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη<br /><b>2.</b> «[[νεκυοπομπός]] (ενν. [[λίμνη]])» — [[ονομασία]] μυθικής λίμνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]], -<i>υος</i> «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιερο</i>-[[πομπός]], <i>νεκρο</i>-[[πομπός]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκῠοπομπός Medium diacritics: νεκυοπομπός Low diacritics: νεκυοπομπός Capitals: ΝΕΚΥΟΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: nekyopompós Transliteration B: nekyopompos Transliteration C: nekyopompos Beta Code: nekuopompo/s

English (LSJ)

(sc. λίμνη), ἡ, name of a mythical lake, Sch.Od.p.5 Buttm. (cf. Jo. Malal.p.121).

Greek (Liddell-Scott)

νεκυοπομπός: νεκροπομπός, ὁ πέμπων τοὺς νεκρούς, Ἰω. Μαλαλ. σ. 121, 8, κλ.

Greek Monolingual

νεκυοπομπός, -όν (Μ)
νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη
2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» — ονομασία μυθικής λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο-πομπός, νεκρο-πομπός.