χαλκήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6_8)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκήεις''': εσσα, εν, ἐκ χαλκοῦ, [[χαλκοῦς]], χερσὶν ἑλίσσειν τεύχεα χαλκήεντα Χριστοδ. Ἔκφρασις 58.
|lstext='''χαλκήεις''': εσσα, εν, ἐκ χαλκοῦ, [[χαλκοῦς]], χερσὶν ἑλίσσειν τεύχεα χαλκήεντα Χριστοδ. Ἔκφρασις 58.
}}
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />[[χάλκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> ([[πρβλ]]. [[τολμήεις]]), <b>βλ.</b> και λ. -<i>όεις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 17:00, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

χαλκήεις: εσσα, εν, ἐκ χαλκοῦ, χαλκοῦς, χερσὶν ἑλίσσειν τεύχεα χαλκήεντα Χριστοδ. Ἔκφρασις 58.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
χάλκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις), βλ. και λ. -όεις].