χαλκοτευχής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_20)
(46)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοτευχής''': πλημμ. γραφὴ ἀντὶ [[χαλκεοτευχής]].
|lstext='''χαλκοτευχής''': πλημμ. γραφὴ ἀντὶ [[χαλκεοτευχής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές Α<br />(εσφ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[χαλκεοτευχής]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1332] ές, v. l. für χαλκεοτευχής.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτευχής: πλημμ. γραφὴ ἀντὶ χαλκεοτευχής.

Greek Monolingual

-ές Α
(εσφ. γρφ.) βλ. χαλκεοτευχής.