καινεργάτης: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(6_19)
 
(18)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινεργάτης''': -ου, ὁ, καινά, θαυμάσια ἐργαζόμενος, ὁ θεὸς Θ. Λάσκ. σ. 767, ἔκδ. Μί.
|lstext='''καινεργάτης''': -ου, ὁ, καινά, θαυμάσια ἐργαζόμενος, ὁ θεὸς Θ. Λάσκ. σ. 767, ἔκδ. Μί.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινεργάτης]], ὁ (Μ)<br />(για τον θεό) αυτός που κάνει καινά, θαυμαστά πράγματα («ὁ Θεὸς [[καινεργάτης]]», Θεόδ. Λάσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐργάτης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

καινεργάτης: -ου, ὁ, καινά, θαυμάσια ἐργαζόμενος, ὁ θεὸς Θ. Λάσκ. σ. 767, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

καινεργάτης, ὁ (Μ)
(για τον θεό) αυτός που κάνει καινά, θαυμαστά πράγματα («ὁ Θεὸς καινεργάτης», Θεόδ. Λάσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + ἐργάτης.