σμῖλος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=smilos
|Transliteration C=smilos
|Beta Code=smi=los
|Beta Code=smi=los
|Definition=ἡ,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> μῖλος, σμῖλαξ 11, <b class="b2">yew</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>100f</span>.<span class="bibl">48</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>611</span>, Dsc.4.79.</span>
|Definition=ἡ, = [[μῖλος]], [[σμῖλαξ]] II, [[yew]], Call.''Fr.''100f.48, Nic.''Al.''611, Dsc.4.79.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμῖλος''': ὁ, = [[μῖλος]], ἡ «σμιλακιά», [[σμῖλαξ]], Νικ. Ἀλεξιφ. 624 (611). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[δένδρον]] (ἐλάτῃ ὅμοιον). οἱ δὲ [[πρῖνος]]. ἄλλοι μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται».
|lstext='''σμῖλος''': ὁ, = [[μῖλος]], ἡ «σμιλακιά», [[σμῖλαξ]], Νικ. Ἀλεξιφ. 624 (611). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[δένδρον]] (ἐλάτῃ ὅμοιον). οἱ δὲ [[πρῖνος]]. ἄλλοι μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται».
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />το [[φυτό]] [[μίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σμῖλαξ]]. Για τους παρλλ. τ. [[σμῖλος]]: [[σμῖλαξ]], <b>πρβλ.</b> [[οἶσος]]: <i>οἶσαξ</i>, [[ὄροβος]]: [[ὀρόβαξ]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[σμῖλαξ]]
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῖλος Medium diacritics: σμῖλος Low diacritics: σμίλος Capitals: ΣΜΙΛΟΣ
Transliteration A: smîlos Transliteration B: smilos Transliteration C: smilos Beta Code: smi=los

English (LSJ)

ἡ, = μῖλος, σμῖλαξ II, yew, Call.Fr.100f.48, Nic.Al.611, Dsc.4.79.

German (Pape)

[Seite 911] ὁ od. ἡ, poet. statt σμῖλαξ, Nic. Al. 610, ἐλατηΐς.

Greek (Liddell-Scott)

σμῖλος: ὁ, = μῖλος, ἡ «σμιλακιά», σμῖλαξ, Νικ. Ἀλεξιφ. 624 (611). - Καθ’ Ἡσύχ.: «δένδρον (ἐλάτῃ ὅμοιον). οἱ δὲ πρῖνος. ἄλλοι μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται».

Greek Monolingual

ἡ, Α
το φυτό μίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ.

Frisk Etymological English

See also: s. σμῖλαξ