φαινόπους: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fainopous
|Transliteration C=fainopous
|Beta Code=faino/pous
|Beta Code=faino/pous
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with shining feet</b>, Theognost. <span class="title">Can.</span>12.</span>
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, [[with shining feet]], Theognost. ''Can.''12.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαινόπους''': ποδος, ὁ, ἡ, «[[λευκόπους]]» Θεογνώστου Κανόνες 12· «[[λαμπρόπους]]» Σουΐδ.
|lstext='''φαινόπους''': ποδος, ὁ, ἡ, «[[λευκόπους]]» Θεογνώστου Κανόνες 12· «[[λαμπρόπους]]» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-οδος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «[[λευκόπους]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[λαμπρόπους]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[λαμπρόπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαινόπους Medium diacritics: φαινόπους Low diacritics: φαινόπους Capitals: ΦΑΙΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: phainópous Transliteration B: phainopous Transliteration C: fainopous Beta Code: faino/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, with shining feet, Theognost. Can.12.

Greek (Liddell-Scott)

φαινόπους: ποδος, ὁ, ἡ, «λευκόπους» Θεογνώστου Κανόνες 12· «λαμπρόπους» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
1. (κατά τον Θεόγνωστ.) «λευκόπους»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «λαμπρόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λαμπρόπους].