μεριμνηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_11)
(24)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεριμνηματικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6.
|lstext='''μεριμνηματικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεριμνηματικός]], -ή, -όν (Α) [[μερίμνημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[μέριμνα]], [[ανησυχία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.).
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 134] die Sorgen betreffend, Artemidor. 1, 6, zw.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνηματικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6.

Greek Monolingual

μεριμνηματικός, -ή, -όν (Α) μερίμνημα
1. αυτός που προκαλεί μέριμνα, ανησυχία
2. αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.).