βαρυκέφαλος: Difference between revisions
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=varykefalos | |Transliteration C=varykefalos | ||
|Beta Code=baruke/falos | |Beta Code=baruke/falos | ||
|Definition= | |Definition=βαρυκέφαλον,<br><span class="bld">A</span> [[large-headed]] or [[heavy-headed]], of dogs, Arr.''Cyn.''4.4.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[top-heavy]], Vitr.3.3.5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de perros [[de cabeza grande]] Arr.<i>Cyn</i>.4.4.<br /><b class="num">2</b> fig. de templos [[con columnas de gran capitel]] cf. lat. <i>[[barycephalae aedes]]</i> Vitr.3.3.5. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰρῠκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων βαρεῖαν τὴν κεφαλήν, βαρὺς τὸν νοῦν, χονδροκέφαλος, Ἰουστῖν. Μ.· -ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλήν, ἐπὶ κυνῶν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4. ΙΙ. μεταφ., ὁ βαρὺ ἔχων τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] (ἐπὶ οἰκοδομημάτων), Βιτρούβ 3. 2. | |lstext='''βᾰρῠκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων βαρεῖαν τὴν κεφαλήν, βαρὺς τὸν νοῦν, χονδροκέφαλος, Ἰουστῖν. Μ.· -ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλήν, ἐπὶ κυνῶν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4. ΙΙ. μεταφ., ὁ βαρὺ ἔχων τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] (ἐπὶ οἰκοδομημάτων), Βιτρούβ 3. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και βαριοκέφαλος και βαροκέφαλος, -η, -ο (Α [[βαρυκέφαλος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[βαρύ]], μεγάλο [[κεφάλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[δέντρο]] ή τη [[σκιά]] του) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα αντιλαμβάνεται [[κάτι]], ο αργόστροφος<br /><b>3.</b> ο [[ισχυρογνώμονας]], ο [[πεισματάρης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
βαρυκέφαλον,
A large-headed or heavy-headed, of dogs, Arr.Cyn.4.4.
II metaph., top-heavy, Vitr.3.3.5.
Spanish (DGE)
-ον
1 de perros de cabeza grande Arr.Cyn.4.4.
2 fig. de templos con columnas de gran capitel cf. lat. barycephalae aedes Vitr.3.3.5.
German (Pape)
[Seite 434] schwerköpfig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων βαρεῖαν τὴν κεφαλήν, βαρὺς τὸν νοῦν, χονδροκέφαλος, Ἰουστῖν. Μ.· -ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλήν, ἐπὶ κυνῶν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4. ΙΙ. μεταφ., ὁ βαρὺ ἔχων τὸ ἀνώτατον μέρος (ἐπὶ οἰκοδομημάτων), Βιτρούβ 3. 2.
Greek Monolingual
και βαριοκέφαλος και βαροκέφαλος, -η, -ο (Α βαρυκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει βαρύ, μεγάλο κεφάλι
νεοελλ.
1. (για δέντρο ή τη σκιά του) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο
2. εκείνος που δύσκολα αντιλαμβάνεται κάτι, ο αργόστροφος
3. ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης.