μαστικτήρ: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_12)
 
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστικτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβ. 2. 345· πρβλ. [[μακιστήρ]], [[μαστήρ]].
|lstext='''μαστικτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβ. 2. 345· πρβλ. [[μακιστήρ]], [[μαστήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μαστικτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[μαστίκτωρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαστίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μαστικτήρ:''' ῆρος ὁ Aesch. v. l. = [[μαστίκτωρ]].
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, = [[μαστίκτωρ]], <i>Orac.Sib</i>.
}}
}}

Latest revision as of 16:53, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

μαστικτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβ. 2. 345· πρβλ. μακιστήρ, μαστήρ.

Greek Monolingual

μαστικτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
μαστίκτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα -τήρ].

Russian (Dvoretsky)

μαστικτήρ: ῆρος ὁ Aesch. v. l. = μαστίκτωρ.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = μαστίκτωρ, Orac.Sib.