φυσίζωος: Difference between revisions

From LSJ
(6_16)
(45)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῡσίζωος''': -ον, = τῷ προηγ., Ἐπίγραμμ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 3538, καὶ παρὰ μεταγεν., ἀλλὰ [[συχνάκις]] ἐφθαρμένον ἀντὶ [[φυσίζοος]], Wern. Τρυφ. (γρ. Τριφ. σ. 124).
|lstext='''φῡσίζωος''': -ον, = τῷ προηγ., Ἐπίγραμμ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 3538, καὶ παρὰ μεταγεν., ἀλλὰ [[συχνάκις]] ἐφθαρμένον ἀντὶ [[φυσίζοος]], Wern. Τρυφ. (γρ. Τριφ. σ. 124).
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που δίνει ζωή, [[ζωοδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φῡ</i>- του ρ. <i>φύω</i>, [[φύομαι]] <span style="color: red;">+</span> <i>ζωή</i>. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. [[αντί]] του [[φυσίζοος]], [[κατά]] παρετυμολογική [[επίδραση]] τών λ. <i>ζωή</i>, <i>ζῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1318] = φυσίζοος, Wern. Tryph. 77.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσίζωος: -ον, = τῷ προηγ., Ἐπίγραμμ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 3538, καὶ παρὰ μεταγεν., ἀλλὰ συχνάκις ἐφθαρμένον ἀντὶ φυσίζοος, Wern. Τρυφ. (γρ. Τριφ. σ. 124).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που δίνει ζωή, ζωοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. φῡ- του ρ. φύω, φύομαι + ζωή. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί του φυσίζοος, κατά παρετυμολογική επίδραση τών λ. ζωή, ζῶ].