ἀχάλαστος: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(6_18)
 
(big3_8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχάλαστος''': -ον, ὁ μὴ χαλαρούμενος, Γρηγ. Νύσσ.
|lstext='''ἀχάλαστος''': -ον, ὁ μὴ χαλαρούμενος, Γρηγ. Νύσσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se atrasa]] ἡ τοῦ χρόνου κίνησις Procl.<i>in Ti</i>.3.30.12.
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάλαστος: -ον, ὁ μὴ χαλαρούμενος, Γρηγ. Νύσσ.

Spanish (DGE)

-ον
que no se atrasa ἡ τοῦ χρόνου κίνησις Procl.in Ti.3.30.12.