ἀχάλαστος

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάλαστος: -ον, ὁ μὴ χαλαρούμενος, Γρηγ. Νύσσ.

Spanish (DGE)

-ον
que no se atrasa ἡ τοῦ χρόνου κίνησις Procl.in Ti.3.30.12.