κλονώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klonodis
|Transliteration C=klonodis
|Beta Code=klonw/dhs
|Beta Code=klonw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">agitated</b>, Gal.8.554, al. Adv. -δῶς Id.9.79.</span>
|Definition=ες, [[agitated]], Gal.8.554, al. Adv. [[κλονωδῶς]] Id.9.79.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλονώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[θορυβώδης]], ταραχώδης, Γαλην. 8. 34Ε, 268Ε.
|lstext='''κλονώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[θορυβώδης]], ταραχώδης, Γαλην. 8. 34Ε, 268Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[κλονώδης]], -ῶδες) [[κλόνος]]<br />αυτός που γίνεται με [[ταραχή]] ή με σπασμούς, [[σπασμωδικός]] («[[κλονώδης]] [[σφυγμός]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υφίσταται κλονισμούς.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλονώδης Medium diacritics: κλονώδης Low diacritics: κλονώδης Capitals: ΚΛΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: klonṓdēs Transliteration B: klonōdēs Transliteration C: klonodis Beta Code: klonw/dhs

English (LSJ)

ες, agitated, Gal.8.554, al. Adv. κλονωδῶς Id.9.79.

German (Pape)

[Seite 1456] ες, voll Unruhe u. Unordnung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κλονώδης: -ες, (εἶδος) θορυβώδης, ταραχώδης, Γαλην. 8. 34Ε, 268Ε.

Greek Monolingual

-ες (AM κλονώδης, -ῶδες) κλόνος
αυτός που γίνεται με ταραχή ή με σπασμούς, σπασμωδικόςκλονώδης σφυγμός», Γαλ.)
νεοελλ.
αυτός που υφίσταται κλονισμούς.