ἀσύμμικτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asymmiktos | |Transliteration C=asymmiktos | ||
|Beta Code=a)su/mmiktos | |Beta Code=a)su/mmiktos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσύμμικτον, [[incapable of blending]], στοιχεῖα [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''22. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede mezclar]] ἀσύμμικτα ... φύσει ταῦτα τὰ στοιχεῖα καὶ ἀκόλλητα D.H.<i>Comp</i>.22.14. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύμμικτος''': -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7. | |lstext='''ἀσύμμικτος''': -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσύμμικτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να συμμιχθεί ή να συνενωθεί με κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σύμμικτος]] <span style="color: red;"><</span> [[συμμειγνύω]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσύμμικτον, incapable of blending, στοιχεῖα D.H.Comp.22.
Spanish (DGE)
-ον
que no se puede mezclar ἀσύμμικτα ... φύσει ταῦτα τὰ στοιχεῖα καὶ ἀκόλλητα D.H.Comp.22.14.
German (Pape)
[Seite 380] unvermischt, unvereinbar, D. Hal. C. V. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμμικτος: -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7.
Greek Monolingual
ἀσύμμικτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να συμμιχθεί ή να συνενωθεί με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σύμμικτος < συμμειγνύω].