ἐντολεύς: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=entoleys | |Transliteration C=entoleys | ||
|Beta Code=e)ntoleu/s | |Beta Code=e)ntoleu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, < | |Definition=-έως, ὁ, = [[ἐντολικάριος]], [[agent]], [[representative]], Cod.Just.4.20.16.1, ''PGrenf.''1.62.8 (vi A. D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[promulgador]] τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κύριον ἀθετεῖ <i>T.Aser</i>.2.6.<br /><b class="num">2</b> imper., biz., jur. y admin. [[representante legal]], [[procurador]], [[mandatario]], [[apoderado]] ὥστε μηδενὶ τῶν λαμπροτάτων ἐξεῖναι δι' [[ἑαυτοῦ]] δίκην ἀγωνίζεσθαι, δι' ἐντολέων δὲ πάντως de modo que ninguno de los más ilustres pueda litigar por sí mismo, pero siempre por medio de procuradores</i> Iust.<i>Nou</i>.71 proem., cf. <i>Cod.Iust</i>.4.20.16.1, οὐ δι' [[ἑαυτοῦ]] οὐ δι' ἐντολέως καὶ παρενθέτου προσώπου <i>PMonac</i>.14.71 (VI d.C.), μηδεὶς ἐπίσκοπος ... ἐ. δίκης ... γινέσθω Ath.Scholast.<i>Coll</i>.1.2 (p.6), cf. <i>IMylasa</i> 612.6 (V d.C.), <i>PBodl</i>.47.9, <i>PPG</i> 146, <i>PFreer Aphrod</i>.123, <i>POxy</i>.2244.64 (todos VI d.C.), <i>Gloss</i>.2.300.<br /><b class="num">3</b> en un monasterio [[procurador]], [[administrador]] Iust.<i>Nou</i>.123.27. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντολεύς''': ὁ, (ἐντέλλομαι) ὁ διδοὺς ἐντολὴν καὶ μετωνυμικῶς, = [[ἐντολή]], τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κυρίου Διαθ. τῶν 12 Πατρ. σ. 690, ἔκδ. Φαβρ. 2) [[ἐπίτροπος]], [[προκουράτωρ]], Ἰουστινιαν. Κῶδ. 3. 2, 4 § α΄. 10, 11, 8, § η΄. | |lstext='''ἐντολεύς''': ὁ, (ἐντέλλομαι) ὁ διδοὺς ἐντολὴν καὶ μετωνυμικῶς, = [[ἐντολή]], τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κυρίου Διαθ. τῶν 12 Πατρ. σ. 690, ἔκδ. Φαβρ. 2) [[ἐπίτροπος]], [[προκουράτωρ]], Ἰουστινιαν. Κῶδ. 3. 2, 4 § α΄. 10, 11, 8, § η΄. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ, = ἐντολικάριος, agent, representative, Cod.Just.4.20.16.1, PGrenf.1.62.8 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 promulgador τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κύριον ἀθετεῖ T.Aser.2.6.
2 imper., biz., jur. y admin. representante legal, procurador, mandatario, apoderado ὥστε μηδενὶ τῶν λαμπροτάτων ἐξεῖναι δι' ἑαυτοῦ δίκην ἀγωνίζεσθαι, δι' ἐντολέων δὲ πάντως de modo que ninguno de los más ilustres pueda litigar por sí mismo, pero siempre por medio de procuradores Iust.Nou.71 proem., cf. Cod.Iust.4.20.16.1, οὐ δι' ἑαυτοῦ οὐ δι' ἐντολέως καὶ παρενθέτου προσώπου PMonac.14.71 (VI d.C.), μηδεὶς ἐπίσκοπος ... ἐ. δίκης ... γινέσθω Ath.Scholast.Coll.1.2 (p.6), cf. IMylasa 612.6 (V d.C.), PBodl.47.9, PPG 146, PFreer Aphrod.123, POxy.2244.64 (todos VI d.C.), Gloss.2.300.
3 en un monasterio procurador, administrador Iust.Nou.123.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντολεύς: ὁ, (ἐντέλλομαι) ὁ διδοὺς ἐντολὴν καὶ μετωνυμικῶς, = ἐντολή, τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κυρίου Διαθ. τῶν 12 Πατρ. σ. 690, ἔκδ. Φαβρ. 2) ἐπίτροπος, προκουράτωρ, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 3. 2, 4 § α΄. 10, 11, 8, § η΄.