διυλιστός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diylistos
|Transliteration C=diylistos
|Beta Code=diulisto/s
|Beta Code=diulisto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">filtered, strained</b>, ἔλαιον <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>97.3</span>, cf. Gal.19.688.</span>
|Definition=διυλιστή, διυλιστόν, [[filtered]], [[strained]], ἔλαιον ''PRyl.''97.3, cf. Gal.19.688.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[filtrado]], [[ἔλαιον]] ἀρεστὸν νέον καθαρὸν ἄδολον διυλιστόν <i>PRyl</i>.97.3 (II d.C.), τὸ ὕδωρ ... καθαρώτατον εἶναι καὶ διυλιστὸν καὶ κοῦφον καὶ πηγαῖον Gal.19.688, ὕδωρ ... θερμὸν πηγαῖον καθαρὸν, διύλιστον, κοῦφον Aët.9.15.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διῡλιστός''': -ή, -όν, ὁ ἐντελῶς στραγγισθείς, καθαρισθείς, Γαλην. 10, 452.
|lstext='''διῡλιστός''': -ή, -όν, ὁ ἐντελῶς στραγγισθείς, καθαρισθείς, Γαλην. 10, 452.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διυλιστός]], -ή, -όν)<br />καθαρισμένος, στραγγισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδέχεται καθαρισμό, [[διύλιση]].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διῡλιστός Medium diacritics: διυλιστός Low diacritics: διυλιστός Capitals: ΔΙΥΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: diulistós Transliteration B: diulistos Transliteration C: diylistos Beta Code: diulisto/s

English (LSJ)

διυλιστή, διυλιστόν, filtered, strained, ἔλαιον PRyl.97.3, cf. Gal.19.688.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
filtrado, ἔλαιον ἀρεστὸν νέον καθαρὸν ἄδολον διυλιστόν PRyl.97.3 (II d.C.), τὸ ὕδωρ ... καθαρώτατον εἶναι καὶ διυλιστὸν καὶ κοῦφον καὶ πηγαῖον Gal.19.688, ὕδωρ ... θερμὸν πηγαῖον καθαρὸν, διύλιστον, κοῦφον Aët.9.15.

Greek (Liddell-Scott)

διῡλιστός: -ή, -όν, ὁ ἐντελῶς στραγγισθείς, καθαρισθείς, Γαλην. 10, 452.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διυλιστός, -ή, -όν)
καθαρισμένος, στραγγισμένος
νεοελλ.
αυτός που επιδέχεται καθαρισμό, διύλιση.