σκληροκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(6_18)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληροκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν κεφαλήν, [[ἰσχυρογνώμων]], Θεοφάν. Νόνν.
|lstext='''σκληροκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν κεφαλήν, [[ἰσχυρογνώμων]], Θεοφάν. Νόνν.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σκληροκέφαλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ισχυρογνώμονας]], [[πεισματάρης]], [[ξεροκέφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[σκληροκέφαλον]]<br />[[είδος]] αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 900] hartköpfig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν κεφαλήν, ἰσχυρογνώμων, Θεοφάν. Νόνν.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληροκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, ξεροκέφαλος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σκληροκέφαλον
είδος αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κέφαλος (< κεφαλή)].