χοιροκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_18)
 
(46)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοιροκέφαλος''': -ον, ὁ ἔχων χοίρου κεφαλήν, «γουρουνοκέφαλος», Ἰω. Μαλαλ. σ. 120, 3.
|lstext='''χοιροκέφαλος''': -ον, ὁ ἔχων χοίρου κεφαλήν, «γουρουνοκέφαλος», Ἰω. Μαλαλ. σ. 120, 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει [[κεφάλι]] χοίρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>αἰγο</i>-[[κέφαλος]], <i>κριο</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χοιροκέφαλος: -ον, ὁ ἔχων χοίρου κεφαλήν, «γουρουνοκέφαλος», Ἰω. Μαλαλ. σ. 120, 3.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει κεφάλι χοίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αἰγο-κέφαλος, κριο-κέφαλος.