διαγγελτήρ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_12)
 
(big3_11)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαγγελτήρ''': ῆρος, ὁ, =τῷ προηγ., Σιβ. Χρ. 7, 33.
|lstext='''διαγγελτήρ''': ῆρος, ὁ, =τῷ προηγ., Σιβ. Χρ. 7, 33.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[mensajero]] οἱ δὲ διαγγελτῆρες ὑπαὶ ποσὶ κοιμήσονται <i>Orac.Sib</i>.7.33.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

διαγγελτήρ: ῆρος, ὁ, =τῷ προηγ., Σιβ. Χρ. 7, 33.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
mensajero οἱ δὲ διαγγελτῆρες ὑπαὶ ποσὶ κοιμήσονται Orac.Sib.7.33.