κραγόν: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
m (pape replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾰγόν''': Ἀριστοφ. Ἱππ. 487, ἴδε ἐν λέξ. [[κράζω]]. | |lstext='''κρᾰγόν''': Ἀριστοφ. Ἱππ. 487, ἴδε ἐν λέξ. [[κράζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κραγόν]] (AM, Α και κράγον)<br /><b>επίρρ.</b> με [[κραυγή]], με [[ξεφωνητό]] («διαθαλεῖ ἡμᾶς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιτ. εν. του [[κραγός]], που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο [[αντικείμενο]] ([[πρβλ]]. <i>βάδον</i>, <i>βαδίζει</i>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρᾰγόν:''' ουδ. μτχ. αορ. βʹ του [[κράζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾰγόν:''' adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[laut]] [[schreiend]]</i>; κραγὸν κεκράξεται Ar. <i>Eq</i>. 485. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:36, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰγόν: Ἀριστοφ. Ἱππ. 487, ἴδε ἐν λέξ. κράζω.
Greek Monolingual
κραγόν (AM, Α και κράγον)
επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῖ ἡμᾶς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. του κραγός, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)].
Greek Monotonic
κρᾰγόν: ουδ. μτχ. αορ. βʹ του κράζω.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰγόν: adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.).