καινοπρέπεια: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kainoprepeia | |Transliteration C=kainoprepeia | ||
|Beta Code=kainopre/peia | |Beta Code=kainopre/peia | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[novelty]], τοῦ σχήματος Eust.93.31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινοπρέπεια''': ἡ, τὸ καινοπρεπὲς πράγματός τινος, Εὐστ. 93. 31. | |lstext='''καινοπρέπεια''': ἡ, τὸ καινοπρεπὲς πράγματός τινος, Εὐστ. 93. 31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινοπρέπεια]], ἡ (Μ) [[καινοπρεπής]]<br />το ασυνήθιστο, το πρωτότυπο ενός πράγματος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, novelty, τοῦ σχήματος Eust.93.31.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, das Aussehen von etwas Neuem, ἡ κ. τοῦ σχήματος, neue Gestaltung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπρέπεια: ἡ, τὸ καινοπρεπὲς πράγματός τινος, Εὐστ. 93. 31.
Greek Monolingual
καινοπρέπεια, ἡ (Μ) καινοπρεπής
το ασυνήθιστο, το πρωτότυπο ενός πράγματος.