καινοπρεπής

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπρεπής Medium diacritics: καινοπρεπής Low diacritics: καινοπρεπής Capitals: ΚΑΙΝΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: kainoprepḗs Transliteration B: kainoprepēs Transliteration C: kainoprepis Beta Code: kainopreph/s

English (LSJ)

καινοπρεπές, novel, σχήματα Hermog.Id.1.12; of innovations in law, κ. πρὸς τὸ πρότερον Just. Nov.105.1. Adv. καινοπρεπῶς = in a new-fangled manner: Comp. καινοπρεπεστέρως, λέγειν Arist.Metaph.989b6: Sup. καινοπρεπέστατα D.C.79.11.

German (Pape)

[Seite 1294] ές, neu aussehend, καινοπρεπῆ σχήματα, neu u. angemessen, Hermog.; adv., καινοπρεπεστέρως λέγειν Arist. Metaph. 1, 8, auf neue, ungewohnte Weise; Plut. de Alex. fort. 2, 1 tadelnd von Philipp ἦν ἐν τούτοις ὑπὸ ὀψιμαθίας ἑαυτοῦ καινοπρεπέστερος, wie ein Neuling, der spät Etwas gelernt hat, war er unbeholfener od. empfindlicher als sonst.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui paraît nouveau;
2 en mauv. part gauche, emprunté, étrange, extraordinaire;
Cp. καινοπρεπέστερος.
Étymologie: καινός, πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

καινοπρεπής: кажущийся новичком, т. е. неуверенный в себе (ὑπὸ ὀψιμαθίας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καινοπρεπής: -ές, ὁ φαινόμενος νέος, ἀσυνήθης, σχήματα Ἑρμογ.· - ἐπὶ προσώπων, ὅμοιος πρὸς ἀρχάριον, ἀδέξιος, καινοπρεπέστερος ἑαυτοῦ ὑπὸ ὀψιμαθείας Πλούτ. 2. 334C. - Ἐπιρρ. -πῶς, κατὰ νέον, νεωστὶ ἐφηρμοσμένον τρόπον, καινοπρεπεστέρως λέγειν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 11· Ὑπερθ. καινοπρεπέστατα Δίων Κ. 79. 11.

Greek Monolingual

-ές (Α καινοπρεπής, -ές)
αυτός που έχει νέα ή ασυνήθιστη εμφάνιση («καινοπρεπή σχήματα»)
αρχ.
1. (για πρόσ., όπως για κατηγορία κατά του Φιλίππου) αυτός που μοιάζει με αρχάριο, ο αδέξιος («καινοπρεπέστερος ἑαυτοῦ ὑπὸ ὀψιμαθείας», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καινοπρεπές
το νέο, το καινούργιο, το νεοφανές.
επίρρ...
καινοπρεπώς (AM καινοπρεπῶς)
με νέο, ασυνήθιστο τρόπο («καινοπρεπεστέρως λέγειν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πρεπής (< πρέπω «αρμόζω»), πρβλ. αξιοπρεπής, δουλοπρεπής].