κνηστικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=knistikos | |Transliteration C=knistikos | ||
|Beta Code=knhstiko/s | |Beta Code=knhstiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κνηστική, κνηστικόν, [[irritating]], [[λόγοι]] Sch.E.''Hipp.'' 304. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνηστικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206. | |lstext='''κνηστικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κνηστικός]], -ή, -όν) [[κνηστός]]<br />αυτός που προκαλεί ερεθισμό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κνηστικῶς</i> (Α)<br />με ερεθιστικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 25 August 2023
English (LSJ)
κνηστική, κνηστικόν, irritating, λόγοι Sch.E.Hipp. 304.
German (Pape)
[Seite 1460] juckend, reizend, λόγοι Schol. Eur. Hipp. 304.
Greek (Liddell-Scott)
κνηστικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κνηστικός, -ή, -όν) κνηστός
αυτός που προκαλεί ερεθισμό.
επίρρ...
κνηστικῶς (Α)
με ερεθιστικό τρόπο.