ἐξαναφύομαι: Difference between revisions
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksanafyomai | |Transliteration C=eksanafyomai | ||
|Beta Code=e)canafu/omai | |Beta Code=e)canafu/omai | ||
|Definition=aor. 2 | |Definition=aor. 2 [[ἐξανέφυν]], [[grow up from]], γαίης Orph.''Fr.''285.36. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαναφύομαι''': παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36. | |lstext='''ἐξαναφύομαι''': παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξαναφύομαι]] (Α)<br />[[αναφύομαι]], [[ξεφυτρώνω]] από τη γη. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
aor. 2 ἐξανέφυν, grow up from, γαίης Orph.Fr.285.36.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναφύομαι: παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36.
Greek Monolingual
ἐξαναφύομαι (Α)
αναφύομαι, ξεφυτρώνω από τη γη.