ὀλύρινος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olyrinos
|Transliteration C=olyrinos
|Beta Code=o)lu/rinos
|Beta Code=o)lu/rinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> <b class="b3">ὄλυρα, πυρὸς ὀλύρινος</b> wheat <b class="b2">mixed with</b> <b class="b3">ὄλυρα</b>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.537.6</span> (iii B. C.) ; <b class="b2">made of</b> ὄλυρα, ἄρτος Gal.6.504.</span>
|Definition=η, ον, of <b class="b3">ὄλυρα, πυρὸς ὀλύρινος</b> wheat [[mixed with]] [[ὄλυρα]], ''PSI''5.537.6 (iii B. C.); [[made of]] ὄλυρα, ἄρτος Gal.6.504.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλύρῐνος''': -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε.
|lstext='''ὀλύρῐνος''': -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλύρινος]], -η, -ον (Α) [[όλυρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («[[ἄρτος]] [[ὀλύρινος]]», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῡρινος Medium diacritics: ὀλύρινος Low diacritics: ολύρινος Capitals: ΟΛΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: olýrinos Transliteration B: olyrinos Transliteration C: olyrinos Beta Code: o)lu/rinos

English (LSJ)

η, ον, of ὄλυρα, πυρὸς ὀλύρινος wheat mixed with ὄλυρα, PSI5.537.6 (iii B. C.); made of ὄλυρα, ἄρτος Gal.6.504.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλύρῐνος: -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε.

Greek Monolingual

ὀλύρινος, -η, -ον (Α) όλυρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («ἄρτος ὀλύρινος», Γαλ.).