ὀλύρινος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olyrinos | |Transliteration C=olyrinos | ||
|Beta Code=o)lu/rinos | |Beta Code=o)lu/rinos | ||
|Definition=η, ον, | |Definition=η, ον, of <b class="b3">ὄλυρα, πυρὸς ὀλύρινος</b> wheat [[mixed with]] [[ὄλυρα]], ''PSI''5.537.6 (iii B. C.); [[made of]] ὄλυρα, ἄρτος Gal.6.504. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλύρῐνος''': -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε. | |lstext='''ὀλύρῐνος''': -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλύρινος]], -η, -ον (Α) [[όλυρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («[[ἄρτος]] [[ὀλύρινος]]», <b>Γαλ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, of ὄλυρα, πυρὸς ὀλύρινος wheat mixed with ὄλυρα, PSI5.537.6 (iii B. C.); made of ὄλυρα, ἄρτος Gal.6.504.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλύρῐνος: -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε.
Greek Monolingual
ὀλύρινος, -η, -ον (Α) όλυρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («ἄρτος ὀλύρινος», Γαλ.).