χαλκίαν: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6_6)
 
(46)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκίαν''': εἰκόνα, (= χαλκῆν), Ἐπιγρ. Κύμης τῆς Αἰολίδος, CIG. 3524. Αὐτόθι ἀνεγνώσθησαν καὶ τὰ μαρμαρίαν, χρυσίαν (= μαρμαρέην, χρυσέην, ῆν) Οὕτω καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ [[πλεονάκις]] τὸ χάλκιοι. Bul. de cor. hel. IV. σ. 89, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
|lstext='''χαλκίαν''': εἰκόνα, (= χαλκῆν), Ἐπιγρ. Κύμης τῆς Αἰολίδος, CIG. 3524. Αὐτόθι ἀνεγνώσθησαν καὶ τὰ μαρμαρίαν, χρυσίαν (= μαρμαρέην, χρυσέην, ῆν) Οὕτω καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ [[πλεονάκις]] τὸ χάλκιοι. Bul. de cor. hel. IV. σ. 89, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>φρ.</b> «[[χαλκίαν]] εἰκόνα» — [[χαλκῆ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αντί]] του τ. [[χαλκῆ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χαλκίαν: εἰκόνα, (= χαλκῆν), Ἐπιγρ. Κύμης τῆς Αἰολίδος, CIG. 3524. Αὐτόθι ἀνεγνώσθησαν καὶ τὰ μαρμαρίαν, χρυσίαν (= μαρμαρέην, χρυσέην, ῆν) Οὕτω καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ πλεονάκις τὸ χάλκιοι. Bul. de cor. hel. IV. σ. 89, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

Α
φρ. «χαλκίαν εἰκόνα» — χαλκῆ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί του τ. χαλκῆ.