συνῃρημένως: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
m (pape replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=συνῃρημένως | |||
|Medium diacritics=συνῃρημένως | |||
|Low diacritics=συνηρημένως | |||
|Capitals=ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΣ | |||
|Transliteration A=synēirēménōs | |||
|Transliteration B=synērēmenōs | |||
|Transliteration C=synirimenos | |||
|Beta Code=sunh|rhme/nws | |||
|Definition=Adv., (< [[συναιρέω]]) [[in general]], Ammon. ''Diff.'' p. 63 V., etc.<br><b class="num"></b>[[by contraction]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἅλιον]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνῃρημένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συναιρέω]], περιληπτικῶς, Φωτ. Βιβλ. 323. 9· [[καθόλου]], γενικῶς, Ἀμμώνιος σ. 63 ἐν τέλει. 2) διὰ συναιρέσεως, κατὰ συναίρεσιν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἅλιον, [[ἔνθα]]: «ἅλιον... [[συνῃρημένως]] ἀπὸ τοῦ ἀλήϊον». | |lstext='''συνῃρημένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συναιρέω]], περιληπτικῶς, Φωτ. Βιβλ. 323. 9· [[καθόλου]], γενικῶς, Ἀμμώνιος σ. 63 ἐν τέλει. 2) διὰ συναιρέσεως, κατὰ συναίρεσιν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἅλιον, [[ἔνθα]]: «ἅλιον... [[συνῃρημένως]] ἀπὸ τοῦ ἀλήϊον». | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adv. part. perf. pass. von [[συναιρέω]], <i>[[zusammengezogen]]</i>, Sp., bes. Gramm. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:06, 24 November 2022
English (LSJ)
Adv., (< συναιρέω) in general, Ammon. Diff. p. 63 V., etc.
by contraction, Hsch. s.v. ἅλιον.
Greek (Liddell-Scott)
συνῃρημένως: Ἐπίρρ. τοῦ συναιρέω, περιληπτικῶς, Φωτ. Βιβλ. 323. 9· καθόλου, γενικῶς, Ἀμμώνιος σ. 63 ἐν τέλει. 2) διὰ συναιρέσεως, κατὰ συναίρεσιν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἅλιον, ἔνθα: «ἅλιον... συνῃρημένως ἀπὸ τοῦ ἀλήϊον».
German (Pape)
adv. part. perf. pass. von συναιρέω, zusammengezogen, Sp., bes. Gramm.