πυροσθενής: Difference between revisions

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
(6_8)
(35)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠροσθενής''': -ές, πυρὸς [[σθένος]] ἔχων, Λατ. ignipotens, Γλωσσ.
|lstext='''πῠροσθενής''': -ές, πυρὸς [[σθένος]] ἔχων, Λατ. ignipotens, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πυρισθενής]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 824] ές, feuermächtig (?).

Greek (Liddell-Scott)

πῠροσθενής: -ές, πυρὸς σθένος ἔχων, Λατ. ignipotens, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
βλ. πυρισθενής.