χρυσήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6_8)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρυσήεις''': εσσα, εν, μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ [[χρύσεος]], Χρησμ. Σιβ. Ἀποσπ. 2. 25.
|lstext='''χρυσήεις''': εσσα, εν, μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ [[χρύσεος]], Χρησμ. Σιβ. Ἀποσπ. 2. 25.
}}
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[χρυσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), [[πρβλ]]. [[πολεμήεις]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 1380] εσσα, εν, späte poet. Form statt χρύσεος, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

χρυσήεις: εσσα, εν, μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ χρύσεος, Χρησμ. Σιβ. Ἀποσπ. 2. 25.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) χρυσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. πολεμήεις].