ἐπήριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiristos
|Transliteration C=epiristos
|Beta Code=e)ph/ristos
|Beta Code=e)ph/ristos
|Definition=or ἐπηρέμ-ῐτος, ον, (ἐρίζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">contended for</b>, coined by <span class="bibl">Eust.725.16</span>, <span class="bibl">1962.7</span>, to expl. <b class="b3">Ἐπήριτος</b> (v. <b class="b3">Ἐπάριτοι</b>).</span>
|Definition=or [[ἐπήριτος]], ον, ([[ἐρίζω]]) [[contended for]], coined by Eust.725.16, 1962.7, to expl. [[Ἐπήριτος]] (v. [[Ἐπάριτοι]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπήριστος''': ἢ -ῐτος, ον, ([[ἐρίζω]]), [[περιμάχητος]], Εὐστ. 725. 16., 1962. 7.
|lstext='''ἐπήριστος''': ἢ -ῐτος, ον, ([[ἐρίζω]]), [[περιμάχητος]], Εὐστ. 725. 16., 1962. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπήριστος]], -ον (Μ)<br />αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει [[έρις]] ή [[άμιλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ερίζω]] «[[φιλονεικώ]]»), το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπήριστος Medium diacritics: ἐπήριστος Low diacritics: επήριστος Capitals: ΕΠΗΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: epḗristos Transliteration B: epēristos Transliteration C: epiristos Beta Code: e)ph/ristos

English (LSJ)

or ἐπήριτος, ον, (ἐρίζω) contended for, coined by Eust.725.16, 1962.7, to expl. Ἐπήριτος (v. Ἐπάριτοι).

German (Pape)

[Seite 921] u. ἐπήριτος, bestritten, streitig, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήριστος: ἢ -ῐτος, ον, (ἐρίζω), περιμάχητος, Εὐστ. 725. 16., 1962. 7.

Greek Monolingual

ἐπήριστος, -ον (Μ)
αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει έρις ή άμιλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εριστός (< ερίζω «φιλονεικώ»), το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].